- σαλαμάνδρα
- η1. αμφίβιο ερπετό της οικογένειας των σαλαμανδριδών που μοιάζει με τη σαύρα.2. είδος θερμάστρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλαμάνδρα — σαλαμάνδρᾱ , σαλαμάνδρα salamander fem nom/voc/acc dual σαλαμάνδρᾱ , σαλαμάνδρα salamander fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαμάνδρᾳ — σαλαμάνδρᾱͅ , σαλαμάνδρα salamander fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… … Dictionary of Greek
σαλαμάνδρας — σαλαμάνδρᾱς , σαλαμάνδρα salamander fem acc pl σαλαμάνδρᾱς , σαλαμάνδρα salamander fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαμάνδραι — σαλαμάνδρᾱͅ , σαλαμάνδρα salamander fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαμάνδραν — σαλαμάνδρᾱν , σαλαμάνδρα salamander fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαμάνδρη — σαλαμάνδρα salamander fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαμάνδρην — σαλαμάνδρα salamander fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαμάνδρειος — ον, Α [σαλαμάνδρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σαλαμάνδρα ή ο όμοιος με σαλαμάνδρα … Dictionary of Greek
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek